-
1 παννύχιος
παννῠχ-ιος, ον,A all night long, agreeing with the subjects of Verbs,εὗδον παννύχιοι Il.2.2
;π. γάρ μοι.. ψυχὴ ἐφεστήκει 23.105
;π. δ' ἄρ' ἔλεκτο σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι Hes.Sc.46
;π. δ' ἄρα τοί γε [οἱ ἄνεμοι].. φλόγ' ἔβαλλον Il.23.217
;π. μέν ῥ' ἥ γε [ἡ νηῦς] καὶ ἠῶ πεῖρε κέλευθον Od.2.434
;π. χοροί S.Ant. 153
(lyr.), E.Ba. 862 (lyr.);τὸ ἐλλύχνιον.. καίεται παννύχιον Hdt.2.62
: neut. παννύχιον as Adv., Porph.Chr.55: regul. Adv.- ίως EM650.48
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παννύχιος
См. также в других словарях:
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek